αναμεταβιβαστής

αναμεταβιβαστής
ο (Ηλεκτρ.)
μονάδα ελέγχου που χρησιμοποιείται σε ενδιάμεσους σταθμούς για την τροφοδοσία μιας μονάδας πομπού-δέκτη ασυρμάτου προκειμένου να εξασφαλιστεί επικοινωνία και κατά τις δύο διευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναμεταβιβάζω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. retransmetteur].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”